- κοιτῶνι
- κοιτώνbed-chambermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… … Dictionary of Greek
προσυπνώ — έω, Μ κοιμάμαι κοντά σε κάποιον («τῷ κοιτῶνι τῶν προσυπνούντων», Ιωσ. Γενέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπνῶ «αποκοιμίζω, κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть I — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος] (сер. IV в., Антиохия (ныне Антакья, Турция) 14.09. 407, Команы Понтийские (около совр. сел. Гюменек близ г. Токат, Турция)), свт. (пам. 27 янв., 14 сент., 13 нояб.; 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам. зап. 27… … Православная энциклопедия